Τρίτη 15 Απριλίου 2014

"Το δίλημμα"


-Όχι, πάλι, ρε μπαμπά, δεν θα γίνει το δικό σου.
  Ο Τηλέμαχος, είπε την τελευταία του κουβέντα, τράβηξε την πόρτα και την άφησε να χτυπήσει δυνατά πίσω του. Η μάνα του, έμεινε να τον κοιτά αποσβολωμένη. Ο δυνατός χτύπος της πόρτας και κάτι σοβάδες που πετάχτηκαν, την έκαναν να ξεσπάσει στη συνηθισμένη υστερία της. Μια υστερία, που είχε, συνήθως, αποδέκτη τη δυνατή μουσική, που έβαζε στο δωμάτιο του, ο γιος της.
  Αυτή ήταν η άμυνά του και ταυτόχρονα έκφραση ηδονής. Δυνατή μουσική, για να μην ακούει, αν και οι συχνότητες που έπιαναν, από τη μια η χωρίς έλεος υστερία και από την άλλη το αγαπημένο του ροκ συγκρότημα, ήταν περίπου οι ίδιες. Τουλάχιστον, οι στίχοι, που χρόνια τώρα τους άκουγε και τον ενέπνεαν, ήταν επιλογή του να τους ακούει και δεν τον έπνιγαν, όπως η καταναγκαστική γονεϊκή «αγάπη».
  Όχι, αυτό το έντονα φορτισμένο περιστατικό, δεν έχει να κάνει με έναν πατέρα και έναν έφηβο αντιδραστικό, που οι ορμόνες του βρέθηκαν στα ύψη. Είναι μια ιστορία, που επαναλαμβάνεται χρόνια τώρα. Τόσα, όσα βαραίνουν τις πλάτες του καθενός ξεχωριστά. Από τη μια ο 28χρονος φέρελπις νέος, που προσπαθεί ενώ έχει πάρει το δρόμο του, να ζήσει τη ζωή του, η οποία του ανήκει, χωρίς γονικές επιταγές.
  Από την άλλη, ο πατέρας, γέρος πια, προσπαθεί να επιβάλλεται στο γιο του και να ζει μέσα απ’ αυτόν, τους δικούς του ανεκπλήρωτους στόχους, προσπαθώντας έτσι, να κλέψει λίγη χαρά. Μόνη του συντροφιά στη θλίψη των χρόνων του, ένα κομπολόι με χάντρες από κεχριμπάρι, για να εξασκεί που και που την κιναίσθηση του, φέρνοντας στο νου του τα παιδικά του χρόνια, εκείνα που ποτέ τελικά δεν ανακαλεί η μνήμη του, γιατί δεν τα έζησε.
Όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι…
  Αρχές καλοκαιριού, με τις θερμοκρασίες να βιάζονται ν’ ανέβουν, σ’ ένα παράλογο παιχνίδι του καιρού, των εποχών, της φύσης και κυρίως των ανθρώπων, που ευθύνονται για όλα τα δεινά του πλανήτη. Όπως και για όλα αυτά που υποφέρουν τα παιδιά, ευθύνονται οι γονείς και για ό, τι πέρασαν κι αυτοί, έχουν την ευθύνη οι δικοί τους γονείς και πάει λέγοντας.
  Για ν’ αλλάξει αυτό το γενεαλογικό δέντρο, θα πρέπει να αποκοπεί κάθε εμπλεκόμενος από τις ρίζες του, από οτιδήποτε του προκαλεί ψυχοσωματικά συμπτώματα, αφού το υποσυνείδητο και το σώμα θυμούνται. Έτσι, θυμάται κι ο Τηλέμαχος, την ανέπαφη σχέση με τη γυναίκα, που τον έφερε στον κόσμο και τη μορφή ενός άντρα, που εμφανίζεται μόνο για να δράσει καταλυτικά εις βάρος της προσωπικότητας, των αναγκών, των επιθυμιών και των προσδοκιών του δραστήριου αυτού νέου.
  Μέρος των δραστηριοτήτων του, αποτελεί η καλοκαιρινή του απόδραση στο νησί των Φαιάκων. Το νησί αυτό, «είναι πηγή έμπνευσης», όπως λέει ο ίδιος. Αγαπημένο του σημείο είναι ο κήπος και η θέα από το Αχίλλειον. Του αρέσει να περνά ώρες ατέλειωτες εκεί, να φωτογραφίζει τη θέα και να βυθίζεται στις σκέψεις του, αντλώντας τη σοφία απ’ όλες εκείνες τις προτομές του εξωτερικού διαδρόμου του παλατιού της θλιμμένης πριγκίπισσας.
  Και έτσι, όπως στέκεται εκεί και χάνεται, το μυαλό του πλάθει εικόνες, οραματίζεται, ονειρεύεται, για να μη ζει την πραγματικότητα του. Έτσι, θεραπεύει την ψυχή του ο Τηλέμαχος. Δεν βρίσκει χαρά σε ουσίες, ψευδαισθήσεις, που αργά ή γρήγορα χάνεται η επίδραση τους και τότε η πραγματικότητα φαντάζει ακόμα πιο σκληρή και ο αιθεροβάμων πιο ανίκανος να την αντιμετωπίσει, ώστε να ξαναζητήσει απεγνωσμένα αυτή την ψεύτικη ευφορία. Και τελικά δεν ξέρει τι είναι πιο δύσκολο, ν’ αντιμετωπίσει τις πραγματικές εγκόσμιες συνθήκες ή να αποφύγει το φαύλο κύκλο που ο ίδιος δημιούργησε;
  Είναι πολύ δύσκολο, να συνειδητοποιήσει κανείς πως τα συναισθηματικά κενά, που του έχει αφήσει κληρονομιά η οικογένειά του, τον κάνουν να ψάχνει απεγνωσμένα στο περιβάλλον του την αγάπη, που δεν γνώρισε από τους γονείς του. Αυτή η υποκατάστατη αγάπη βρίσκει ανταπόκριση, όμως, σε άτομα που του θυμίζουν το οικογενειακό του περιβάλλον. Και καταλήγει να μην εξισορροπούνται αυτά που παίρνει, με αυτά που δίνει. Τον έχει κουράσει αυτή η δαπάνη ενέργειας στις μέχρι τώρα σχέσεις του, όσο κάθε άλλη φορά. Είναι καιρός να γνωρίσει τον εαυτό του, να τον αποδεχτεί, να ξεκοπεί από φρούδες ελπίδες, που τρέφει ακόμα και να ξεκινήσει το εσωτερικό του ταξίδι.
  Μες στον ειρμό των σκέψεων του, το τηλέφωνο χτυπά και στην απέναντι γραμμή είναι ο γέρος του.
-Πού είσαι και δεν το σηκώνεις; Μη μου πεις πως έφυγες; Μα, καλά δεν σου είπα να μείνεις εδώ να βοηθήσεις στο μαγαζί; Εγώ για ποιον παιδεύομαι; Αλλά δεν φταις εσύ, εγώ φταίω που δεν σου έχω κόψει το χαρτζιλίκι και περιφέρεσαι σαν τουρίστας και εμάς εδώ, μας γράφεις κανονικά!
  Ερωτήσεις, για τις οποίες ο γιος δεν έδωσε απαντήσεις. Και να έδινε, ο πατέρας δεν θα τις άκουγε, δεν θα τις λάμβανε υπ’ όψιν του, θα τις αγνοούσε. Με τη σιωπή του, δείχνει τη μεγάλη υπομονή που κάνει και το σεβασμό, που τρέφει, παρόλ’ αυτά, για τους γονείς του. Σέβεται τη γνώμη του πατέρα του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να εξευτελίζει την υπόσταση του. Έπειτα, δεν κατάλαβε ποτέ, γιατί όταν οι γονείς κάνουν «θυσίες» για τα παιδιά τους, τους ρίχνουν και την ευθύνη από πάνω για πράγματα που τα ίδια δεν ζήτησαν. Το να σε κάνουν να νιώθεις τύψεις, βοηθά να υποκύπτεις και να δέχεσαι την αυτοταπείνωση σου.
  Γι’ αυτό, ο Τηλέμαχος έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να πει τίποτα. Είχε πάρει τις αποφάσεις του. Το ταξίδι αυτό, είχε εκπληρώσει το στόχο του. Κατεβαίνοντας στο λιμάνι, για να πάρει το δρόμο της επιστροφής, στάθηκε, κοίταξε πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. Ήταν έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τον πατέρα του, να του εκφράσει την επιθυμία του, να ασχοληθεί με τη μεγάλη του αγάπη, τη φωτογραφία. Και να του ανακοινώσει, πως θα συνεχίσει να αρθρογραφεί, βγάζοντας τα προς το ζην και με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εκδόσει και τα ποιήματά του, που άγγιζαν κάθε ευαίσθητη ψυχή. Έτσι, δεν θα χρειαζόταν να στηρίζεται οικονομικά σε εκείνον.
  Εκείνες τις μέρες στο νησί, έμαθε ότι μπορεί να χαίρεται με τα πιο απλά πράγματα και να διεκδικεί τη ζωή, που του ανήκει με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και τους ίδιους τους γονείς του. 

 
Copyright Meropi Mple